- κακοπαντρειά
- η неудачный брак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοπαντρειά — και κακοπαντριά, η 1. κακός, αποτυχημένος, αταίριαστος γάμος 2. παροιμ. «από την κακοπαντρειά κάλλια είναι η χηρειά» είναι προτιμότερο να μείνει κάποιος χήρος παρά να κακοπαντρευτεί … Dictionary of Greek